σπόριμα

σπόριμα
σπόριμος
sown
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • σπόριμος — η, ο / σπόριμος, ον, ΝΜΑ, και σπόριμος, ίμη, ον, θηλ. ποιητ. και ίμα, Α [σπόρος] 1. (για αγρό) κατάλληλος για σπορά, για καλλιέργεια σιτηρών (α. «σπόριμο χωράφι» β. «γῆ σπόριμος», Ξεν. γ. «σπορίμοιο δι αὔλακος», Θεόκρ.) 2. (για σπόρο ή φυτό)… …   Dictionary of Greek

  • ԱՐՏՈՐԱՅ — (ի, ից կամ ոց.) NBH 1 0382 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 11c, 12c գ. ԱՐՏՈՐԱՅ ԱՐՏՈՐԵԱՅ. գրի եւ ԱՐՏՕՐԱՅ, օրեայ, այք. առաւել յոգնակի վարի, մանաւանդ ի սուրբ գիրս. τὰ σπόριμα sata, segetes Արտ, արտք. անդ. անդք.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”